- ἀπόλαυσμα
- ἀπόλαυσμαenjoymentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόλαυσμα — ἀπόλαυσμα, το (Α) η απόλαυση … Dictionary of Greek
ἀπολαυσμάτων — ἀπόλαυσμα enjoyment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαύσμασιν — ἀπόλαυσμα enjoyment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαύσματα — ἀπόλαυσμα enjoyment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαύσματι — ἀπόλαυσμα enjoyment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαύσματος — ἀπόλαυσμα enjoyment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)